- ρόσεος
- -ον, Αβλ. ρούσος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρούσος — α, ο / ῥούσιος, ον, ΝΜΑ, και ρούσσος Ν, και ῥουσαῑος ΜΑ και ῥού(σ)σεος και ῥώσεος και ῥόσεος Α (κυρίως για το χρώμα τών μαλλιών) κοκκινωπός, ξανθοκόκκινος (α. «ρούσα παπαδιά» β. «ποια ναι η άσπρη, ποια ναι η ρούσα») μσν. αρχ. «οἱ ρούσιοι» οι… … Dictionary of Greek